- ξυλόστρωτος
- -η, -ο1. επενδεδυμένος με ξύλο2. το ουδ. ως ουσ. το ξυλόστρωτοδάπεδο ή τοίχος επενδεδυμένος με ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + -στρωτος (< στρώνω), πρβλ. λίθό-στρωτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.